Η Ορθόδοξη Εκκλησία κατά την περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατείχε σημαντική θέση, με προνόμια και εξουσίες που της παραχωρήθηκαν από τους Οθωμανούς. Ο Πατριάρχης, επικεφαλής της χριστιανικής κοινότητας, είχε εκτεταμένες αρμοδιότητες και ήταν υπόλογος μόνο στον Σουλτάνο.
Η Εκκλησία διαπλεκόταν με την κοσμική εξουσία, ενώ συνδέθηκε και με την ανερχόμενη αστική τάξη. Παράλληλα, συμμετείχε στον φορολογικό μηχανισμό, απομυζώντας τους φτωχούς αγροτικούς πληθυσμούς.
Η πλειοψηφία του κατώτερου κλήρου, ωστόσο, ήταν κοντά στον λαό, ενώ υπήρξαν και εξαιρέσεις ανώτερων κληρικών που υποστήριξαν την Επανάσταση του 1821.
Η Εκκλησία, ως μέρος του οθωμανικού καθεστώτος, ήταν υπέρμαχος της διατήρησής του. Προέτρεπε τους πιστούς σε υποταγή, ενώ χρησιμοποιούσε τον αφορισμό εναντίον εξεγέρσεων.
Η κυριαρχούσα άποψη ήταν ότι η Εκκλησία διαφύλαξε την εθνική συνείδηση, αλλά στην πραγματικότητα προέτρεπε σε υποταγή. Η Εκκλησία αντιτάχθηκε στον Διαφωτισμό και τη Γαλλική Επανάσταση, ενώ αρχικά καταδίκασε και την Επανάσταση του 1821 με αφορισμούς.
Παρά τους αφορισμούς, η Επανάσταση προχώρησε, με τη συμμετοχή πολλών κληρικών, ιδιαίτερα του κατώτερου κλήρου. Η επαναστατική εξουσία έθεσε την Εκκλησία υπό τον έλεγχό της, ενώ το 1833 ανακηρύχθηκε η αυτοκεφαλία της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Χορηγούμενο