Η ιστορία ξεκινά το 330 μ.Χ., όταν ο Μέγας Κωνσταντίνος αποφάσισε να μεταφέρει την πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από τη Ρώμη στη νέα πόλη που ίδρυσε στη θέση του Βυζαντίου. Μιας αρχαίας αποικίας των Μεγαρέων. Έξι δεκαετίες αργότερα, το 395 μ.Χ., η αυτοκρατορία χωρίστηκε σε δύο μέρη: τη Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία με πρωτεύουσα τη Ρώμη και την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία με έδρα την Κωνσταντινούπολη. Στην Ανατολή, η ελληνική γλώσσα κυριάρχησε λόγω της ευρείας χρήσης της από τους λαούς που κατοικούσαν στην περιοχή. Μια επιρροή που είχε ξεκινήσει από την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Ο ίδιος ο Αλέξανδρος είχε φροντίσει να διαδώσει την ελληνική γλώσσα και παιδεία, όπως μαρτυρεί ο Πλούταρχος: «Αλέξανδρος, τρισμυρίους παίδας Περσών επέλεξε και τους πρόσταξε να μάθουν ελληνικά» . Οι διάδοχοι του συνέχισαν το έργο αυτό. Όπως αποτυπώνεται και στο ποίημα του Καβάφη «200 π.Χ.» , που εξυμνεί τη διάδοση της ελληνικής γλώσσας και πολιτισμού ως τις άκρες του τότε γνωστού κόσμου.
Η γλώσσα αυτή, γνωστή ως Κοινή Ελληνιστική, έδειξε το μέσο επικοινωνίας σε μια πολυπολιτισμική αυτοκρατορία. Ακόμα και στη ρωμαϊκή περίοδο, οι μεγάλες μορφές όπως ο Κικέρων και ο Οράτιος εξέφραζαν θαυμασμό για τη γλώσσα. Την οποία θεωρούσαν το ελληνικό ανώτατο πολιτιστικό εργαλείο. Ο Κικέρων έγραψε χαρακτηριστικά: «Αν οι θεοί μιλούν, θα χρησιμοποιούν την ελληνική γλώσσα».
Η επιρροή της ελληνικής γλώσσας κορυφώθηκε επί αυτοκράτορα Ηράκλειου τον 7ο αιώνα. Όταν καθιερώθηκε ως επίσημη γλώσσα της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Έτσι, η αυτοκρατορία, που αργότερα ονομάστηκε Βυζαντινή, έγινε ελληνόφωνη. Παρά τις αντιρρήσεις ορισμένων βυζαντινών, όπως της Ελένης Αρβελέρ, η ελληνική γλώσσα εδραιώθηκε στον πολιτισμό της αυτοκρατορίας. Επίσης ταυτίστηκε με την πνευματική της κληρονομιά.
Η ελληνική γλώσσα, όμως, δεν υπήρξε μονοδιάστατη. Στην πορεία της εξέλιξής της εμφανίστηκαν δύο μορφές: η απλή, λαϊκή Κοινή Ελληνιστική και η λόγια, αρχαΐζουσα μορφή που προτιμούσαν οι πεπαιδευμένοι και η Εκκλησία. Αυτός ο διχασμός προκάλεσε διαμάχες που διαρκούν αιώνες. Οι μεν λόγοι επιδίωκαν την επιστροφή στην αρχαιότητα, ενώ οι υποστηρικτές της καθομιλουμένης αναδείκνυαν την πρακτική και την εξέλιξη της γλώσσας.
Τουρκοκρατία
Κατά την Τουρκοκρατία, οι προσπάθειες για γλωσσική αναγέννηση εντάχθηκαν, οδηγώντας στη δημιουργία της καθαρεύουσας ως γέφυρας μεταξύ των δύο πόλων. Ωστόσο, το 1976 η δημοτική αναγνωρίστηκε ως η επίσημη γλώσσα του κράτους, σηματοδοτώντας τη λήξη του γλωσσικού ζητήματος.
Η ελληνική γλώσσα, πολυδιάστατη και ζωντανή, συνέβαλε καταλυτικά στη διαμόρφωση του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Ως φορέας ιδεών και αξιών, επιβίωσε και εξελίχθηκε, αποδεικνύοντας τη δύναμη και την ανθεκτικότητά της στους αιώνες.
Του Άγγελου Ζαχαρόπουλου
Χορηγούμενο