Η γνωριμία της με τον Ωνάση, τον αντιπρόεδρο των ΗΠΑ Σπύρο Αγκνιου και η αγάπη της για τα… γήπεδα.
Το περασμένο Σάββατο έφυγε από τη ζωή, σε ηλικία 93 ετών, το τελευταίο πρόσωπο της οικογενειακής φωτογραφίας της χούντας, η Δέσποινα Παπαδοπούλου.
Η σύζυγος του δικτάτορα, από τον Φεβρουάριο του 1970 που έκανε την πρώτη της επίσημη δημόσια εμφάνιση στα εγκαίνια του Ωνασείου, φωτογραφιζόταν πολύ συχνά στο πλευρό του άνδρα της, σε αντίθεση με τις γυναίκες των άλλων χουντικών στελεχών.
Δίνοντας έτσι αφορμή για γελοιογραφικά σχόλια τα οποία περνούσαν από τη λογοκρισία ως ανώδυνα αφού αναφέρονταν αποκλειστικά στις ενδυματολογικές επιλογές της.
Τα καπέλα της, οι μποξ τσάντες, το χαρακτηριστικό της κούρεμα με τις «φαβορίτες» μπροστά από τα αφτιά, το «σεμνό» μίνι (το «μίνι της χούντας» ας πούμε) ήταν τα αναγνωριστικά χαρακτηριστικά της σε γελοιογραφίες και φωτογραφίες.
Η Δέσποινα Παπαδοπούλου φωτογραφιζόταν πολύ συχνά στο πλευρό του άνδρα της, οι μποξ τσάντες,, το κούρεμα με τις φαβορίτες μπροστά από τα αυτιά, τα περίεργα καπέλα της, ήταν να αναγνωριστικά χαρακτηριστικά της.
Η Δέσποινα Παπαδοπούλου φωτογραφιζόταν πολύ συχνά στο πλευρό του άνδρα της, οι μποξ τσάντες,, το κούρεμα με τις φαβορίτες μπροστά από τα αυτιά, τα περίεργα καπέλα της, ήταν να αναγνωριστικά χαρακτηριστικά της.
Και πόζαρε πάντα χαμογελαστή δίνοντας ένα άλλοθι ελαφράδας πλάι στις δυσοίωνες φάτσες των χουντικών. Από την απόσταση των χρόνων μοιάζει να είχε πάρει πάνω της τις… δημόσιες σχέσεις του καθεστώτος αφού ήταν αυτή που φωτογραφιζόταν με ηθοποιούς και λοιπούς εκπροσώπους της βιομηχανίας του θεάματος εκείνης της εποχής.
Τη στυλιστική της αναμόρφωση είχε αναλάβει ο Ντίνος Μαυρόπουλος που προσάρμοζε στη σωματοδομή της τις επιταγές της μόδας. «Τόσο όσο» όμως έτσι ώστε το αποτέλεσμα να παραπέμπει σε νοικοκυρά που μεγαλοπιάστηκε ενδυματολογικά.
Αποτύπωση της αισθητικής της χούντας. Ωστόσο, η σχέση της με τον Γ. Παπαδόπουλο ήταν, αρχικά, εκτός του προτύπου «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια» αλλά και του κατεστημένου της εποχής γενικότερα.
O σκυθρωπός ταγματάρχης
Ο Νίκος, υπάλληλος της ΟΥΛΕΝ (σημερινής ΕΥΔΑΠ), και η Υπερμαχία Γάσπαρη μετακόμισαν με τις δύο κόρες τους (η Δέσποινα ήταν η μεγαλύτερη) στην Αθήνα το 1940 και εγκαταστάθηκαν στην απομακρυσμένη τότε εξοχή της Εκάλης.
Αδελφός του πατέρα της ήταν ο διεθνής αμυντικός ποδοσφαιριστής και, στη συνέχεια, προπονητής της ΑΕΚ Γιώργος Γάσπαρης. Και από αυτήν την οικογενειακή σχέση προέκυψε η αγάπη της για το ποδόσφαιρο και την ομάδα της Ν. Φιλαδέλφειας – είχε άλλωστε μικρασιατική καταγωγή. Οταν τελείωσε το σχολείο, πέρασε στο Πολυτεχνείο στη Σχολή Τοπογράφων.
Και λόγω της υψηλής βαθμολογίας της προσελήφθη, ως πολιτική υπάλληλος, στη Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού. Το 1954 αποσπάστηκε στο Γεν. Επιτελείο Στρατού κι εκεί γνώρισε τον σκυθρωπό (όπως τον είχε περιγράψει σε συνέντευξή της) ταγματάρχη Γ. Παπαδόπουλο, παντρεμένο, από το 1942, με τη Νίκη Βασιλειάδη, με την οποία είχε αποκτήσει δύο παιδιά.
Εν τω μεταξύ, είχε και η ίδια παντρευτεί τον αστυνομικό Σερέτη.
Ενα μακρύ (παράνομο) ειδύλλιο
Η γνωριμία τους εξελίχθηκε σε ερωτική σχέση – ο Παπαδόπουλος ήταν ήδη σε διάσταση με τη σύζυγό του. Και από το 1959, χωρίς να έχουν πάρει διαζύγιο, ζούσαν μαζί σε διαμέρισμα, στην Πλατεία Αμερικής, σε συνθήκες απόλυτης μυστικότητας.
Είχε πάρει πάνω της τις… δημόσιες σχέσεις του καθεστώτος αφού βρισκόταν πάντα πρώτη σε εκδηλώσεις και εγκαίνια.
Εκείνη την εποχή η Δέσποινα (Γάσπαρη – Σερέτη ακόμη) έμεινε έγκυος και αποφάσισε να κρατήσει το παιδί, παρά το σκάνδαλο που θα ξεσπούσε αφού δούλευε ακόμη στη Γεωγραφική Υπηρεσία. Ετσι γεννήθηκε η Υπερμαχία Παπαδοπούλου που, τα πρώτα χρόνια της ζωής της, μεγάλωσε με τους γονείς τής μητέρας της για να μην αποκαλυφθεί το παράνομο, σύμφωνα με τη νομοθεσία της εποχής, ζευγάρι.
Το πραξικόπημα όμως άλλαξε τα δεδομένα.
Δεν θα μπορούσε ο μπροστάρης της χούντας, ο υπέρμαχος του «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια», να ήταν μοιχός και πατέρας εξώγαμου. Τα κουτσομπολιά κυκλοφορούσαν πλέον στη δημόσια σφαίρα, τόσο που ο κόσμος είχε την εντύπωση ότι το τραγούδι «Κυρα-Γιώργαινα» ήταν ένα κλείσιμο του ματιού για την ιδιωτική ζωή του Παπαδόπουλου – κάτι που δεν ίσχυε στην πραγματικότητα.
Το «αυτόματο διαζύγιο»
Οι πιέσεις είτε να χωρίσει τη Δέσποινα και να επιστρέψει στη γυναίκα του είτε να πάρει διαζύγιο από τη Νίκη Βασιλειάδη και να παντρευτεί τη Δέσποινα ήταν έντονες – σύμφωνα με τα λεγόμενα της Δέσποινας, μάλιστα, έφτασε στα πρόθυρα της παραίτησης από αρχηγός του Επαναστατικού Συμβουλίου της χούντας. Τη λύση έδωσε το «αυτόματο διαζύγιο».
Ενας νόμος κομμένος και ραμμένος για την περίπτωση του Γ. Παπαδόπουλου αφού έδινε τη δυνατότητα της λύσης του γάμου αν είχαν προηγηθεί επτά χρόνια με το ζευγάρι σε διάσταση.
Ο νόμος ψηφίστηκε το 1968, το διαζύγιο από τη Νίκη Βασιλειάδη βγήκε την επομένη. Τη μεθεπομένη έγινε, περίπου στα κρυφά, ο γάμος στη Μητρόπολη και το άλλο πρωί καταργήθηκε. Τότε μάλιστα το «αυτόματο διαζύγιο», ως όρος, έννοια και ενέργεια, πέρασε στην καθομιλουμένη και πλούτισε τη γλώσσα των γελοιογράφων.
Το ποδόσφαιρο και ο όρος στον γάμο της
Σύμφωνα με όσα είχε πει σε συνέντευξή της, επί δύο χρόνια, στη βίλα στο Λαγονήσι που είχε παραχωρήσει στο ζευγάρι ο Αρ. Ωνάσης, εκπαιδευόταν ώστε να γίνει «πρώτη κυρία» μέσω των συναντήσεών της με εκπροσώπους της τότε επιχειρηματικής και κοινωνικής ελίτ.
Και το 1970 «βγήκε μπροστά». Πρωταγωνιστούσε στα «Επίκαιρα» που προπαγάνδιζαν, σε κινηματογράφο και τηλεόραση. Το «έργο της Επαναστάσεως», ήταν μάλιστα εκείνη που υποδέχθηκε επισήμως τον ελληνικής καταγωγής αντιπρόεδρο των ΗΠΑ Σπύρο Αγκνιου το 1971. Συχνές ήταν και οι εμφανίσεις της στα γήπεδα. Είχε πει μάλιστα ότι το να την αφήνει να βλέπει δημόσια ποδόσφαιρο ήταν όρος στον γάμο της με τον Παπαδόπουλο.
Μετά την πτώση της χούντας, της ασκήθηκε δίωξη για απάτη εις βάρος του Δημοσίου ύψους 750. 000 δραχμών, επέστρεψε το ποσό και αθωώθηκε. Εμεινε στο πλευρό του Παπαδόπουλου έως τον θάνατό του το 1999 και έκτοτε έδωσε ελάχιστες συνεντεύξεις.
Υποστήριζε ότι ποτέ δεν την ενδιέφεραν τα πολιτικά, χωρίς όμως να ξεφεύγει από το ιδεολογικό της πλαίσιο. Αποκαλούσε τη χούντα επανάσταση και δήλωνε παντελή άγνοια περί φυλακίσεων, βασανιστηρίων, εκτοπίσεων, συλλήψεων, διώξεων, παρακράτους την περίοδο της δικτατορίας. Γιατί; Διότι δεν είχε γίνει επίσημη καταγγελία.
Χορηγούμενο