Χορηγούμενο
ΔΗΜΟΦΙΛΗ

Δέσποινα Στυλιανοπούλου: Το μεγάλο παράπονο, η αβάσταχτη μοναξιά και οι συζητήσεις με τη νεκρή Αλίκη Βουγιουκλάκη

Χορηγούμενο

Δέσποινα Στυλιανοπούλου: Το μεγάλο παράπονο, η αβάσταχτη μοναξιά και οι συζητήσεις με τη νεκρή Αλίκη Βουγιουκλάκη

Δέσποινα Στυλιανοπούλου: Το μεγάλο παράπονο και η αβάσταχτη μοναξιά! Έφυγε από τη ζωή η ηθοποιός Δέσποινα Στυλιανοπούλου σε ηλικία 91 ετών.

Η αγαπητή ηθοποιός νοσηλεύτηκε πρόσφατα και τελικά άφησε την τελευταία της πνοή σήμερα, σε ηλικία 91 ετών.

Η θλιβερή είδηση γνωστοποιήθηκε μέσω ανάρτησης που έκανε η ανιψιά της στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

«Με βαθιά θλίψη ανακοινώνουμε ότι έφυγε σήμερα από τη ζωή γαλήνια, η πολυαγαπημένη μας αδελφή, θεία και γιαγιά, Δέσποινα Στυλιανοπούλου, περιτριγυρισμένη από την οικογένειά της, που ήταν στο πλευρό της. Καλό ταξίδι αγαπημένη μας. Θα μας λείψεις πολύ» έγραψε στην ανάρτησή της η ανιψιά της, Άννα Στυλιανοπούλου.

Η «χρυσή» εποχή και ο ελληνικός κινηματογράφος

Η αξιόλογη ηθοποιός Δέσποινα Στυλιανοπούλου άφησε το στίγμα της στην χρυσή εποχή του ελληνικού κινηματογράφου.

Είχε ιδιαίτερη επιτυχία τη δεκαετία του ’60, συμμετέχοντας σε δεκάδες ταινίες.

Το 1967 ήταν ιδιαίτερα παραγωγική χρονιά για εκείνη, καθώς συμμετείχε σε 12 ταινίες μόνο μέσα σε αυτό το έτος.

Η Δέσποινα Στυλιανοπούλου σπούδασε φωνητική στο Ελληνικό Ωδείο και θέατρο στη Δραματική Σχολή του Δημήτρη Ροντήρη, από την οποία αποφοίτησε το 1959. Η πρώτη της εμφάνιση στον κινηματογράφο ήταν το 1960 στην ταινία «Ξένος της νύχτας», και από τότε καθιερώθηκε σε κωμικούς ρόλους.

Οι συνηθισμένοι της ρόλοι ήταν της επαρχιώτισσας οικιακής βοηθού που έκανε γλωσσικά λάθη, καθώς και της λαϊκής κοπέλας σε δεύτερους ρόλους.

Το 1967 χαρακτηρίστηκε από πολλούς ως «έτος Στυλιανοπούλου», λόγω της συμμετοχής της σε 12 ταινίες μέσα στη χρονιά.

Επίσης, για πολλά χρόνια διηύθυνε το θέατρο Αυλαία στον Πειραιά ως θιασάρχης.

Η αυτοβιογραφία της, με τίτλο «Ηθοποιός αμέσου δράσεως», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Τετράγωνο.

Δείτε επίσης – Η δραματική εξομολόγηση της Δέσποινας Στυλιανοπούλου: «Δεν με βοnθάει κανείς…»

Η αβάσταχτη μοναξιά: «Μιλάω με την Αλίκη Βουγιουκλάκη»

Η ∆έσποινα Στυλιανοπούλου «ζούσε» με τη θρυλική ηθοποιό μέσα στην αβάσταχτη μοναξιά της

«Υπάρχουν άνθρωποι που ζουν μονάχοι», τραγουδούσε πριν από πολλά χρόνια η Βίκυ Μοσχολιού, και τις άγιες ημέρες η μοναξιά φαίνεται να γίνεται εντονότερη. Η αποξένωση, που επιδεινώθηκε από την πανδημία του κορωνοϊού, επηρέασε ακόμη και άτομα που αποτελούν πρότυπα για τις νεότερες γενιές. Ποιος θα μπορούσε να φανταστεί ότι πίσω από τα λαμπερά ονόματα και τις μυθικές ζωές τους κρύβεται η μοναξιά του καλλιτέχνη;

Ενώ η Πρωτοχρονιά για τους περισσότερους είναι μια μέρα οικογενειακής ζεστασιάς, για κάποιους καλλιτέχνες οι γιορτινές ημέρες είναι ένα επώδυνο αγκάθι. Η Δέσποινα Στυλιανοπούλου, μια από τις πιο σημαντικές μορφές του θεάτρου και του κινηματογράφου, είχε ανοίξει την καρδιά της στην εφημερίδα «Espresso» και μίλησε για τη μοναξιά της, τις σκέψεις που την κατέκλυζαν όταν έσβηνε το φως της κρεβατοκάμαράς της, και για την αγαπημένη της φίλη Αλίκη, την οποία φανταζόταν να έρχεται για να την χαιρετήσει.

Η συγκλονιστική συνέντευξη που είχε δώσει στην εφημερίδα «Espresso» ξεσπώντας σε κλάματα

«Η συζήτησή μας με την αγαπητή ηθοποιό ξεκίνησε με τα συναισθήματα που βιώνει αυτές τις μέρες. Άλλοτε βουρκώνει, άλλοτε δυσκολεύεται να μιλήσει, και συγκινείται βαθιά… «Αυτό που νιώθω τέτοιες μέρες, είναι μια νοσταλγία και αναμνήσεις από το παρελθόν. Το μυαλό μου γυρίζει σε εκείνα τα χρόνια που ήμουν νέα, που έκανα όλες αυτές τις ταινίες, που ήμουν στο θέατρο με τους συναδέλφους μου, με τον κόσμο να με χειροκροτάει. Είχα την ενέργεια να σηκωθώ να διαβάσω σενάρια, να τρέχω από θέατρο σε θέατρο και από ταινία σε ταινία. Είχα το μέλλον μπροστά μου. Τώρα δεν έχω κανένα μέλλον, αλλά ζω με τις αναμνήσεις του παρελθόντος. Και αυτό με στενοχωρεί. Γιατί τα χρόνια πέρασαν και βαδίζω προς το τέλος» λέει, προσπαθώντας να πνίξει τον πόνο της ψυχής της πίσω από τις λέξεις.

Οι σκέψεις της πάνε στο γεμάτο από ανθρώπους σπίτι της. «Τέτοιες χρονιάρες μέρες, εκείνα τα χρόνια είχα την οικογένειά μου μέσα στο σπίτι. Το σπίτι γέμιζε από φωνές, από δραστηριότητες. Ζούσαν οι γονείς μου, τα αδέρφια μου, ήταν τα ανίψια μέσα στο σπίτι. Είχα μια γεμάτη οικογένεια. Πλέον δεν υπάρχει κανένας. Τώρα νιώθω πως δεν υπάρχει αύριο για όλους εμάς τους ηλικιωμένους. Οι σκέψεις αυτές με κάνουν και υποφέρω. Από την άλλη, ήρθε και ο κορωνοϊός και γκρέμισε έστω και την τελευταία ελπίδα. Κάθομαι και σκέφτομαι πόσες χιλιάδες άνθρωποι φεύγουν από τη δαιμονισμένη αυτή αρρώστια. Μου έρχονται σκέψεις και ρήσεις που λέγαμε τα παλιά χρόνια: “βγείτε οι πεθαμένοι, να μπούμε εμείς οι ζωντανοί”. Ζούμε σε μια ανατριχιαστική εποχή που δεν ξέρεις τι ξημερώνει στην ανθρωπότητα. Για τη Στυλιανοπούλου πολλοί θα πουν, η ζωή πέρασε, μεγάλωσε. Δεν σκέφτονται όμως πως η ζωή σε κάθε ηλικία είναι γλυκιά. Κανείς δεν θέλει να πεθάνει. Ούτε αν είναι 20 χρονών ούτε αν είναι 100».

Τα δάκρυά της σταματούν την κουβέντα μας. Μας ζητάει συγγνώμη, ενώ μας επισημαίνει πως θέλει να κάνει μια ειλικρινή κουβέντα μαζί μας, με όλα εκείνα τα συναισθήματα που νιώθει. «Τις εποχές εκείνες που ήμουν μπροστά από τα φώτα της δημοσιότητας, εμείς οι καλλιτέχνες πηγαίναμε ανήμερα τα Χριστούγεννα και της Πρωτοχρονιάς να παίξουμε στο θέατρο και το πρώτο πράγμα που κάναμε ήταν να κόψουμε τη βασιλόπιτα. Ψάχναμε με όρεξη να βρούμε το φλουρί, να αγκαλιάσουμε τους συναδέλφους μας, να μας βάλουν στις εφημερίδες για το ποιος βρήκε το φλουρί. Με τη Γέννηση του Χριστού γεννιόμασταν και εμείς. Πλέον… τίποτα».

Η ίδια δεν παραπονιέται που μεγάλωσε. Παραπονιέται όμως που άλλαξε τόσο πολύ η εποχή που ζούμε. «Οταν κλείνω το βράδυ το φως στο υπνοδωμάτιο, το μυαλό μου πάντα γυρίζει πίσω, στα χρόνια που μεσουρανούσα στο παρελθόν. Φέρνω στις σκέψεις μου όλους αυτούς που έπαιξα μαζί τους και κάναμε παρέα. Νομίζω πολλές φορές πως όταν ανοίξω τα μάτια μου το πρωί, θα τους συναντήσω στο γύρισμα. Τόσο πολύ είναι μέσα στην ψυχή και την καρδιά μου όλα αυτά τα βιώματα. Αυτό το διάστημα γράφω το κεφάλαιο “Αλίκη”, στο βιβλίο μου. Γράφω για τις στιγμές εκείνες που η Αλίκη ήταν άρρωστη στο Ιατρικό Κέντρο και εγώ πήγαινα και της έκανα παρέα. Θυμάμαι τα τελευταία της λόγια: “Ψιψίνα, γιατί να πεθάνω; Θέλω να ζήσω και να με πας στον Θεολόγο να κάνουμε μαζί τα γενέθλιά μας”. Και οι δύο ήμασταν Καρκίνοι στο ζώδιο και πάντα κάναμε μαζί τις γιορτές μας. Μου λείπει που με φώναζε πάντα “ψιψίνα”. Μου λείπει η ανάσα της, η αύρα της, το χαμόγελό της. Μια μέρα είχα πάει να δω στο θέατρο μια παράσταση που έπαιζε. Μου φωνάζει λοιπόν από τη σκηνή: “ψιψίνα, μετά έλα στο καμαρίνι να μιλήσουμε”. Ο κόσμος που ήταν στο κατάμεστο θέατρο, ακούγοντας να φωνάζει “ψιψίνα” νόμιζε πως η Αλίκη φώναζε μια γάτα. Και άρχισε να ψάχνει κάτω από τα καθίσματα για να βρει το γατί! Και εκείνη πάνω στη σκηνή να σκάει στα γέλια. Μέσα σε αυτό το κεφάλαιο της Αλίκης γράφω και για την πρώτη μας γνωριμία που έγινε στην ταινία “Η Αλίκη στο Ναυτικό”. Μετά γράφω για ένα πολύ ωραίο περιστατικό όταν είχαμε πάει με την Αλίκη στον Ζαμπέτα. Ο Δημήτρης είχε σηκωθεί και χόρευε ένα πολύ ωραίο ζεϊμπέκικο. Η Αλίκη, λοιπόν, που ήταν τρελά ερωτευμένη μαζί του, σηκώθηκε και άνοιξε δεκάδες σαμπάνιες για πάρτη του. Και ο κόσμος ζητωκραύγαζε. Μπορεί να έλεγαν την Αλίκη σκληρή, ήταν όμως ψυχούλα και δυναμικός χαρακτήρας. Και αν μου έλεγες μεταξύ Αλίκης και Δημήτρη, εγώ θα σου έλεγα Αλίκη. Οχι γιατί ο Δημήτρης ήταν σκληρός άνθρωπος, αντιθέτως μάλιστα. Απλά η Αλίκη ήταν πειραχτήρι και ο Δημήτρης δεν σήκωνε πολλά πολλά και δεν αντιλαμβανόταν εύκολα το χιούμορ της Αλίκης. Ξέρεις πόσες φορές η Αλίκη τον πείραζε στο θέατρο ΡΕΞ και εκείνος θυμωμένος έφευγε από τις πρόβες ή την επίσημη πρεμιέρα και καθόταν έξω στα σκαλιά; Ηταν βλέπεις Πειραιώτης και δεν σήκωνε πολλά πολλά. Και η Αλίκη μου έλεγε: “πήγαινε, ρε ψιψίνα, και καλμάρισέ τον”. Πήγαινα, μιλούσαμε, και ο Δημήτρης γύριζε πίσω. Γι΄ αυτά τα χρόνια νοσταλγώ και κλαίω. Και ξέρεις κάτι: από το ΄60 μέχρι και σήμερα δεν έχω πει ποτέ ότι η Αλίκη είναι νεκρή. Γιατί νιώθω σαν να είναι δίπλα μου συνεχώς. Μιλάω μαζί της»!

Η αγάπη της για την Αλίκη είναι τέτοια που, όπως λέει, αν γύριζε ο χρόνος πίσω ή γινόταν ένα θαύμα, μόνον εκείνη θα ήθελε να ανοίξει την πόρτα και να τη συναντήσει. «Αν μου χτύπαγε την πόρτα κάποιος τη νέα χρονιά, θα ήθελα να ήταν η Αλίκη. Να ξαναγύριζε ο χρόνος πίσω και να την έβλεπα όπως τότε που ζούσαμε σαν αδερφούλες. Εμείς οι θεατρίνοι, τέτοιες μέρες, δεν πηγαίναμε σπίτι μας σχεδόν καθόλου. Ημασταν συνέχεια στο θέατρο. Οικογένειά μας ήταν οι συμπρωταγωνιστές μας και το κοινό που μας χειροκροτούσε. Μαζί τις περνούσαμε αυτές τις άγιες ημέρες. Και αυτές τις ημέρες που δεν έχω κοντά μου τους γονείς μου, τα αδέρφια μου, έχω μόνο τους φίλους μου. Αυτοί με κρατούν στη ζωή με την αγάπη τους. Και σήμερα αν βγω έξω, δεν στερούμαι του θαυμασμού και της αγάπης του κόσμου. Ωστόσο, αυτό που με πικραίνει είναι ότι δεν μπορώ να παίξω σε κάποιο θέατρο και να είμαι κοντά με τους συναδέλφους μου. Να ανταλλάξουμε ευχές, να αγκαλιαστούμε, να πούμε σαν άνθρωποι δυο λόγια. Με όλα αυτά πέρασα και περνάω ακόμα κατάθλιψη. Γιατί με όσα συμβαίνουν, έχω κλειστεί και εγώ σπίτι μου, δεν μπορώ να δεχτώ κόσμο και νιώθω μια απέραντη μοναξιά, όπως και πολύς κόσμος στη δική μου ηλικία. Δυστυχώς, η εποχή που ζούμε δεν είναι καθόλου φιλική με τις μεγάλες ηλικίες ανθρώπων».

Αν και η σπουδαία ηθοποιός ήταν πάντα η πηγή της αισιοδοξίας, φαίνεται πως περνώντας τα χρόνια άρχισε να σκέφτεται όσα σπουδαία θα αφήσει πίσω της στις επόμενες γενιές, μετά το φευγιό της. Οταν τη ρωτάμε αν φοβάται τον θάνατο, προσπαθεί να βρει τις κατάλληλες λέξεις για να πει αυτό που αισθάνεται στη λέξη θάνατος: «Δεν νομίζω ότι υπάρχει άνθρωπος που να μη φοβάται εκείνη την ιερή στιγμή του θανάτου. Και δεν φοβάμαι τον θάνατο ως λέξη, αλλά όλη τη διαδικασία φτάνοντας έως τον θάνατο. Νομίζω πως έβαλα και εγώ ένα λιθαράκι στον ελληνικό κινηματογράφο και έδωσα χαρά στον κόσμο μέσα από τους ρόλους. Γι΄ αυτό που θα αφήσω πίσω μου στις επόμενες γενιές, ναι είμαι ευτυχισμένη» τονίζει βουρκωμένη.

Οσο για το τελευταίο χειροκρότημα που θέλει να ακούσει; Τα λόγια της αλλά και η έκφραση του προσώπου της μιλούν από μόνα τους: «Το τελευταίο χειροκρότημα, είμαι σίγουρη ότι θα το ακούσω στην παρουσίαση του βιβλίου μου. Εκεί θα τους πω και το τελευταίο αντίο σε έναν μονόλογο που έχω γράψει και αναφέρομαι στον κόσμο που με αγάπησε τόσο πολύ. Ετσι θέλω να με θυμούνται, σαν το Δεσποινάκι της καρδιάς τους!»».

Χορηγούμενο
Χορηγούμενο
Χορηγούμενο
Χορηγούμενο
Back to top button