Ο ύπνος των παιδιών, από τη βρεφική έως την εφηβική ηλικία, αποτελεί συχνά πηγή ανησυχίας για τους γονείς. Ένας ποιοτικός και επαρκής ύπνος είναι θεμελιώδης για την υγεία και την ανάπτυξη των παιδιών, καθώς επηρεάζει τη σωματική, ψυχική και νοητική τους ευεξία.
Επίσης η αϋπνία, που εκδηλώνεται ως δυσκολία στον ύπνο, συχνές νυχτερινές αφυπνίσεις ή πολύ πρωινό ξύπνημα, μπορεί να ταξινομηθεί σε οξεία ή χρόνια. Ανάλογα με τη διάρκεια και τη σοβαρότητά της. Επιπλέον, η άρνηση του παιδιού να κοιμηθεί χωρίς την παρουσία ενός γονέα θεωρείται επίσης μορφή αϋπνίας.
Ωστόσο η παιδοψυχίατρος Φρίντα Κωνσταντοπούλου τονίζει τη σημασία του ύπνου. Καθώς η έλλειψή του μπορεί να οδηγήσει σε μείωση των σωματικών και νοητικών επιδόσεων, συμπεριλαμβανομένων των σχολικών επιδόσεων.
Σύμφωνα με την Αμερικανική Ακαδημία Ιατρικής Ύπνου, οι συνιστώμενες ώρες ύπνου ανά ηλικία είναι:
Βρέφη 4-12 μηνών: 12-16 ώρες
Νήπια 1-2 ετών: 11-14 ώρες
Παιδιά προσχολικής ηλικίας 3-5 ετών: 10-13 ώρες
Παιδιά σχολικής ηλικίας 6-12 ετών: 9-12 ώρες
Έφηβοι 13-18 ετών: 8-10 ώρες
Οι αιτίες της αϋπνίας είναι ποικίλες και μπορεί να περιλαμβάνουν:
Συμπεριφορικά ζητήματα
Προβλήματα ψυχικής υγείας (άγχος, κατάθλιψη)
Νευροαναπτυξιακές διαταραχές (αυτισμός)
Καθώς εξαρτήσεις (διαδίκτυο, ουσίες)
Έλλειψη εκπαίδευσης στον ύπνο
Ιδιαίτερα στους εφήβους, το φαινόμενο του “κοινωνικού jet lag”, που οφείλεται στην καθυστερημένη ώρα ύπνου λόγω χρήσης ηλεκτρονικών συσκευών, είναι συχνό.
Επιπλέον ο ρόλος των γονέων είναι καθοριστικός στη διαμόρφωση υγιών συνηθειών ύπνου. Συστήνεται η δημιουργία ενός σταθερού προγράμματος ύπνου, η διαμόρφωση ενός ήρεμου περιβάλλοντος και η αποφυγή ηλεκτρονικών συσκευών πριν τον ύπνο.
Σε περιπτώσεις όπου η αϋπνία επηρεάζει σημαντικά την καθημερινότητα του παιδιού, είναι απαραίτητη η συμβουλή ενός ειδικού. Η αντιμετώπιση μπορεί να περιλαμβάνει συμβουλευτική ή, σε ορισμένες περιπτώσεις, φαρμακευτική αγωγή.
Χορηγούμενο