Η γονεϊκότητα αποτελεί μια εξαιρετικά απαιτητική πρόκληση, ιδίως στη σύγχρονη εποχή. Η ανατροφή παιδιών μικρής ηλικίας, από 2 έως 7 ετών, είναι ιδιαίτερα δύσκολη, πόσο μάλλον για τις μονογονεϊκές οικογένειες ή για τον γονέα που επωμίζεται μόνος του το βάρος της ανατροφής.
Συχνά ακούμε ανησυχητικές ειδήσεις για παιδιά που εκδηλώνουν βίαιη συμπεριφορά, τραμπουκίζουν, κακοποιούν λεκτικά και σωματικά, εκφράζοντας θυμό και οργή. Αυτά τα φαινόμενα, γνωστά ως ξεσπάσματα ή tantrums, έχουν αυξηθεί σημαντικά την τελευταία δεκαετία. Τα παιδιά φαίνεται να βιώνουν άγχος, ένταση και φόβο από πολύ μικρή ηλικία, χάνοντας την αθωότητα και την ξεγνοιασιά που παραδοσιακά συνδέονται με την παιδική ηλικία.
Έτσι, βρισκόμαστε συχνά αντιμέτωποι με ένα παιδί σε διαρκή κατάσταση ανάγκης. Και έναν γονέα στα όρια της αντοχής, προσπαθώντας μάταια να διαχειριστεί αυτές τις συμπεριφορές. Παρά την υπομονή, την ανάγνωση συμβουλών και τη λήψη καθοδήγησης, τίποτα δεν φαίνεται να αποδίδει. Οδηγώντας σε αισθήματα αποτυχίας και σύγκρισης με άλλους γονείς που φαινομενικά τα καταφέρνουν. Ωστόσο, οι θεωρητικές συμβουλές συχνά δεν λαμβάνουν υπόψη την πολυπλοκότητα της πραγματικότητας,. Όπου κάθε παιδί είναι μοναδικό, τα αίτια των ξεσπασμάτων διαφέρουν, και οι γονείς έχουν διαφορετική διαθεσιμότητα, ψυχική κατάσταση και προσωπικό ιστορικό.
Ποιος ευθύνεται όμως για αυτά τα ξεσπάσματα
Ωστόσο σύμφωνα με το κείμενο, τα παιδιά δεν είναι υπεύθυνα για τη συμπεριφορά τους. Η διάθεση, ο τρόπος και τα συναισθήματά τους συνδέονται άμεσα με τους γονείς τους, και αντίστροφα. Ένας βασικός τρόπος που χρησιμοποιούν τα παιδιά έως την ηλικία των 7 ετών για να λάβουν αντιδράσεις στην συμπεριφορά τους είναι ο “καθρέφτης”. Μιμούνται όσα βλέπουν από τους γονείς τους και αναδεικνύουν τις άλυτες πτυχές της προσωπικότητάς τους. Μέσω αυτής της διαδικασίας, προσπαθούν να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους. Ενώ παράλληλα δίνουν στους γονείς μια σημαντική ευκαιρία να αναγνωρίσουν και να βελτιώσουν τις δικές τους αδυναμίες. Δεν πρόκειται απαραίτητα για λάθη, αλλά για ένα κομμάτι της ανθρώπινης εκπαιδευτικής διαδικασίας. Την οποία ο γονέας έχει τη δυνατότητα να κατανοήσει.
Επομένως, η λύση δεν βρίσκεται στην εστίαση στο παιδί και την αναζήτηση του “προβλήματος” σε αυτό. Αλλά στην αυτογνωσία των γονέων και στην αναγνώριση των δικών τους προβολών και θυμών απέναντι στη συμπεριφορά του παιδιού. Εστιάζοντας στα κοινά στοιχεία μεταξύ των δικών τους ξεσπασμάτων και αυτών του παιδιού, γονείς και παιδιά μπορούν να δημιουργήσουν μια υγιή σχέση από την αρχή, όπου ο θυμός δεν θα έχει θέση.
Χορηγούμενο