Οι πολιτικές της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ είναι υπεύθυνες για την εκτυλισσόμενη τραπεζική κρίση και θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε περισσότερες αποτυχίες στον κλάδο, πιστεύει ο πρόεδρος του Ινστιτούτου Πολιτικής Οικονομίας, Πολ Κρεγκ Ρόμπερτς.
Ο αξιωματούχος, ο οποίος υπηρέτησε στο Υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ τη δεκαετία του 1980, μίλησε στο RT για τις πρόσφατες χρεοκοπίες τραπεζών υψηλού προφίλ που έχουν κλονίσει το χρηματοπιστωτικό σύστημα των ΗΠΑ και τις πιθανές συνέπειες αυτών των γεγονότων.
«Για πολλά χρόνια, η Federal Reserve διατήρησε τα επιτόκια πολύ χαμηλά. Επομένως οι τόκοι για τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία που έχουν οι τράπεζες στον ισολογισμό τους είναι χαμηλά. Όταν τα επιτόκια αρχίζουν να αυξάνονται, οι αξίες των χαρτοφυλακίων τους πέφτουν, αλλά οι υποχρεώσεις τους όχι», εξήγησε ο Ρόμπερτς.
«Η πολιτική της Fed για υψηλά επιτόκια ωθεί τις τράπεζες στην αφερεγγυότητα. Και αυτή είναι η αιτία του προβλήματος», είπε. Προειδοποιώντας ότι «αν η Fed συνεχίσει να αυξάνει τα επιτόκια, θα υπάρξουν περισσότερες αποτυχίες».
Ο οικονομολόγος επεσήμανε ότι οι πέντε μεγάλες τράπεζες των ΗΠΑ –οι τρεις γιγάντιες τράπεζες της Νέας Υόρκης και οι δύο γιγάντιες τράπεζες της Καλιφόρνια– διαθέτουν παράγωγα χρηματοοικονομικά μέσα σε τρισεκατομμύρια δολάρια που κατέχουν επί του παρόντος. Ωστόσο, η κεφαλαιακή τους βάση είναι μόνο σε δισεκατομμύρια.
«Έτσι, εκτίθενται σε κίνδυνο τρισεκατομμυρίων δολαρίων και δεν έχουν την κεφαλαιακή βάση για να υποστηρίξουν αυτόν τον κίνδυνο. Οπότε, εάν συμβεί ξανά κάτι σε αυτά τα παράγωγα, όπως συνέβη νωρίτερα αυτόν τον αιώνα, όταν είχαμε τη μεγάλη κρίση, αυτές οι τράπεζες θα τεθούν σε κίνδυνο».
Ο Ρόμπερτς προειδοποίησε ότι, εάν αυτές οι τράπεζες αντιμετωπίσουν προβλήματα από τα παράγωγά τους, αυτά θα εξαπλωθούν στην Ευρώπη. Σημείωσε ότι αυτές οι τράπεζες ήταν απλώς πολύ μεγάλες και ότι υπάρχει μεγάλη αλληλεπίδραση.
«Αμφιβάλλω αν ο Μπάιντεν, έχει ιδέα για την έκταση του κινδύνου»
«Αμφιβάλλω αν ο Μπάιντεν ή ακόμα και η Federal Reserve, έχει ιδέα για την έκταση του κινδύνου. Για να το πούμε πολύ [σαφώς], οι πέντε μεγάλες τράπεζες των ΗΠΑ κατέχουν παράγωγα, η αξία των οποίων είναι διπλάσια από το ΑΕΠ όλου του κόσμου. Διατηρούν 188 τρισεκατομμύρια δολάρια σε παράγωγα. Λοιπόν, ποιος είναι ο κίνδυνος από αυτό; Κανείς δεν ξέρει».
Σύμφωνα με τον οικονομολόγο, τα προβλήματα χρονολογούνται από το 1999, όταν οι αρχές των ΗΠΑ άλλαξαν δραματικά τους τραπεζικούς κανονισμούς. Πριν από αυτό, οι εμπορικές τράπεζες δεν μπορούσαν να ασχοληθούν με την επενδυτική τραπεζική, εξήγησε. Ενώ οι επενδυτικές τράπεζες αναλάμβαναν τον κίνδυνο με δικά τους χρήματα. Ωστόσο, όταν αφέθηκαν οι εμπορικές τράπεζες, άρχισαν να παίζουν με τις αποταμιεύσεις των καταθετών. Αυτό επέτρεψε την τεράστια ανάληψη κινδύνων, που προηγουμένως δεν ήταν μέρος του συστήματος, δήλωσε ο ειδικός.
Επισήμανε ότι ο λεγόμενος νόμος Glass-Steagall είχε αποτρέψει τις κρίσεις πανικού στις αγορές και τις αγοραστικές κρίσεις για 66 χρόνια, έως ότου καταργήθηκε σε μεγάλο βαθμό το 1999. «Όταν τον αφαίρεσαν, ξεκίνησαν ένα μοτίβο συμπεριφοράς που οδηγεί σε κρίσεις».
Ο πρώην αξιωματούχος του Λευκού Οίκου ισχυρίστηκε ότι η τρέχουσα κρίση στον τραπεζικό τομέα των ΗΠΑ, θα μπορούσε να επηρεάσει τον υπόλοιπο κόσμο. Σημειώνοντας ότι ορισμένες ευρωπαϊκές τράπεζες, όπως η Credit Suisse, βρίσκονται ήδη σε κίνδυνο (σ.σ. το είχε πει αυτό πριν τις ραγδαίες εξελίξεις με τη ελβετική τράπεζα).
«Έτσι, δεν γνωρίζουμε πραγματικά την πλήρη έκταση του προβλήματος στις τράπεζες… Είναι ακριβώς όπως τα παράγωγα που ανατινάχτηκαν το 2007/2008. Και χάσαμε τράπεζες, χάσαμε εταιρείες της Wall Street», είπε ο Ρόμπερτς. Τονίζοντας ότι αυτό ήταν η αιτία για τα πολύ χαμηλά επιτόκια για τα επόμενα 12 χρόνια. Τα οποία οδήγησαν στη σημερινή κρίση.
Χορηγούμενο