Βασίλης Παλαιοκώστας: Ο μεγάλος θησαυρός και η κρυψώνα του… Ποιά ήταν τα αίτια και τα κίνητρα πίσω από τις ληστείες και τις απαγωγές που διέπραξε;
Ο Βασίλης Παλαιοκώστας, ένα όνομα που έχει χαραχτεί στην ιστορία της ελληνικής εγκληματικότητας, κατέχει την «πρωτιά» ανάμεσα στους πλέον καταζητούμενους της Ευρώπης. Οι θεαματικές του αποδράσεις και οι τολμηρές απαγωγές έχουν δημιουργήσει έναν θρύλο γύρω από το πρόσωπό του. Παρά τις εκτεταμένες έρευνες, η σημερινή του τοποθεσία παραμένει ένα μυστήριο.
Βασίλης Παλαιοκώστας: Ο μεγάλος θησαυρός και η κρυψώνα του
Σε παγκόσμιο επίπεδο, ο Βασίλης Παλαιοκώστας φιγουράρει στην πέμπτη θέση της λίστας των πιο επικίνδυνων καταζητούμενων της Ιντερπόλ, με ένα ασύλληπτο ποσό επικήρυξης που αγγίζει το 1.000.000 ευρώ – ένα ποσό που ξεπερνά ακόμα και αυτό που προσφέρεται για συλληφθέντες για ειδεχθή εγκλήματα όπως φόνους.
Η δράση του, συχνά σε συνεργασία με τον αδελφό του Νίκο Παλαιοκώστα, περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα εγκληματικών δραστηριοτήτων, από ληστείες κοσμηματοπωλείων και τραπεζών μέχρι την οργάνωση και εκτέλεση απαγωγών. Ωστόσο, ο Βασίλης Παλαιοκώστας έχει αποκτήσει φήμη και για τις εντυπωσιακές του αποδράσεις από τις φυλακές. Χαρακτηριστικά, το 2014 το BBC τον είχε παρουσιάσει σε ένα αφιέρωμα με τίτλο «The Uncatchable» («Ο Άπιαστος»).
Πέθανε ο Νίκος Παλαιοκώστας σε ηλικία 65 ετών
Λίγα λόγια για τον Βασίλη Παλαιοκώστα
Γεννημένος το 1966 στο Μοσχόφυτο Τρικάλων, ο Βασίλης Παλαιοκώστας παραμένει άφαντος μετά τη θεαματική του απόδραση από τις φυλακές Κορυδαλλού το 2006. Αξίζει να σημειωθεί ότι μόλις πέρυσι κυκλοφόρησε η αυτοβιογραφία του με τίτλο «Μια φυσιολογική ζωή – Δράσεις και αποδράσεις ενός επικηρυγμένου», όπου ομολογεί τις εγκληματικές του πράξεις, επιχειρώντας παράλληλα να εξηγήσει τα κίνητρά του και δηλώνοντας αθώος για κάποιες κατηγορίες. Για πολλούς, μάλιστα, δεν θεωρείται ένας απλός εγκληματίας, αλλά ένας λαϊκός ήρωας, καθώς υποστηρίζει ότι στόχος του ήταν να αφαιρέσει από όσους έχουν πλεόνασμα για να βοηθήσει όσους στερούνται τα απαραίτητα.
Στα νεανικά του χρόνια, ο Βασίλης Παλαιοκώστας εργάστηκε σε ένα τυροκομείο για περίπου δύο χρόνια. Σύμφωνα με τον πατέρα του, ήταν ένα ήσυχο και εσωστρεφές παιδί. Ωστόσο, φέρεται να ανέπτυξε ένα έντονο αίσθημα αδικίας απέναντι στην κοινωνική τάξη που ευημερούσε σε βάρος άλλων.
Στη δεκαετία του 1980, μαζί με τον αδελφό του, ο οποίος είχε αποτύχει ως εργάτης στα καράβια, ένωσαν τις δυνάμεις τους με τον διαβόητο τότε Κώστα Σαμαρά, έναν μορφωμένο άνδρα που λέγεται ότι σχεδίαζε μεθοδικά τις ληστείες της ομάδας.
Η θυελλώδης δεκαετία του ’90
Η δεκαετία του 1990 σημαδεύτηκε από ένα αδιάκοπο ανθρωποκυνηγητό. Τον Απρίλιο του 1990, ο Παλαιοκώστας συνελήφθη στην προσπάθειά του να βοηθήσει τον αδελφό του να δραπετεύσει από τη φυλακή. Αν και η προσπάθεια απέτυχε και οδηγήθηκε στη φυλακή της Χαλκίδας, κατάφερε να δραπετεύσει τον Ιανουάριο του 1991 χρησιμοποιώντας ένα αυτοσχέδιο σχοινί από σεντόνια. Με τον αδελφό του Νίκο να αποφυλακίζεται με εγγύηση, δημιούργησαν μια εγκληματική ομάδα μαζί με τον Κώστα Σαμαρά, τον Μιχάλη Μακρυγιάννη και τον Παύλο Κερεμίδη, στρέφοντας πλέον το ενδιαφέρον τους στις τράπεζες. Η ομάδα πραγματοποίησε 16 καταγεγραμμένες ληστείες σε όλη την Ελλάδα. Το αποκορύφωμα ήταν η ληστεία σε υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας στην Καλαμπάκα τον Ιούνιο του 1992, όπου απέσπασαν 125 εκατομμύρια δραχμές. Κατά τη διαφυγή τους, μάλιστα, φέρεται να πέταξαν χαρτονομίσματα στους αστυνομικούς που τους καταδίωκαν, γελοιοποιώντας τους.
Η απαγωγή του επιχειρηματία Αλέξανδρου Χαΐτογλου
Το 1995, ο Βασίλης Παλαιοκώστας οργάνωσε την απαγωγή του επιχειρηματία Αλέξανδρου Χαΐτογλου, ο οποίος κρατήθηκε για τέσσερις ημέρες μέχρι την καταβολή των λύτρων. Παρά τις πολλές φορές που βρέθηκε αντιμέτωπος με την αστυνομία και κατάφερε να διαφύγει, ένα τροχαίο ατύχημα τον Δεκέμβριο του 1999 οδήγησε στη σύλληψή του. Στο αυτοκίνητό του βρέθηκαν όπλα και ασύρματοι. Το 2000, καταδικάστηκε σε 25 χρόνια φυλάκιση για την απαγωγή Χαΐτογλου.

Η απαγωγή του επιχειρηματία είχε οργανωθεί με λεπτομέρεια, με τους απαγωγείς να παρακολουθούν τις καθημερινές του κινήσεις. Ένα παγωμένο πρωινό του Δεκεμβρίου, τον περίμεναν στο στενό χαλικόδρομο έξω από το σπίτι του, την ώρα που πήγαινε να αφήσει τα παιδιά του στο σχολείο, για να τον ακινητοποιήσουν.
«Ο Νίκος σαν καλός οδηγός που σέβεται τον Κ.Ο.Κ., σταμάτησε στη διαστάυρωση να ελέγξει την κίνηση. Ο Χαϊτογλου σαν νομοταγής πολίτης σταμάτησε πίσω από το προπορευόμενο Ραβ. Η πόρτα του συνοδηγού του Όπελ (σ.σ. το αυτοκίνητο του επιχειρηματία) σχεδόν με ακουμπούσε. Την άνοιξα σαν να μην συμβαίνει κάτι. Κάθισα στην θέση του συνοδηγού, πάλι σαν να μην συμβαίνει κάτι! Όμως είχα ήδη το Μπράουνινγκ στο δεξί μου χέρι και του το κόλλησα στα πλευρά.
–Κάνε ό,τι σου λέω γιατί θα σε εκτελέσω επί τόπου.
Πανικοβλήθηκε. Προσπάθησε να βγάλει τη ζώνη. Τον χτύπησα με την αριστερή παλάμη στο στήθος. Γραπώνοντας ταυτόχρονα τα πέτα του μπουφάν και του πουκαμίσου του, τα πίεσα με δύναμη στο λαιμό του.
–Μην τολμήσεις χλεχλέ! Θα σε σκίσω! Παραδόθηκε».
Οι δύο απαγωγείς αναγκάζουν τον επιχειρηματία να επιβιβαστεί στο πίσω κάθισμα του τζιπ, αφού προηγουμένως αρνούνται να δεχτούν τα δύο εκατομμύρια δραχμές που τους προσφέρει μέσα στον χαρτοφύλακά του.
Λίγο αργότερα, πραγματοποιείται η πρώτη επικοινωνία των απαγωγέων με την οικογένεια του Χαΐτογλου μέσω κινητού τηλεφώνου, κατά την οποία ενημερώνουν τον αδελφό του Κώστα ότι ο επιχειρηματίας βρίσκεται στα χέρια τους.
Ο ίδιος ο Χαΐτογλου ζητά από τον αδελφό του να ακολουθήσει πιστά τις εντολές των απαγωγέων και να μην απευθυνθεί στην αστυνομία, ενώ ταυτόχρονα επιχειρεί αδέξια να αναπτύξει κάποια οικειότητα με τα δύο αδέλφια.
«Ξέρεις, επειδή είμαι πρόεδρος του Ηρακλή γνωρίζω πολλούς ανθρώπους της νύχτας» ξεκινάει να λέει αλλά δεν τελειώνει την φράση του, αφού ο Νίκος τον αποστομώνει.
«Εμείς φαντασμένε, δεν είμαστε της νύχτας, είμαστε της μέρας. Δεν έχεις να κάνεις ούτε με μπράβους, ούτε με φίλαθλους, έχει να κάνεις με επαγγελματίες. Ανάλογα να φέρεσαι».
Κατά τη διάρκεια της διαδρομής, ο Χαΐτογλου νιώθει αδιαθεσία, με αποτέλεσμα τα δύο αδέλφια να σταματήσουν το αυτοκίνητο σε ένα απομονωμένο σημείο. Εκεί του μιλούν ήρεμα και τον καθησυχάζουν, λέγοντάς του: «Ό,τι κι αν γίνει, είτε πετύχει είτε όχι το σχέδιό μας, εσύ θα επιστρέψεις στο σπίτι σου».
Όταν συνέχισαν το ταξίδι, ο επιχειρηματίας ήταν πλέον πιο ήρεμος, παρόλο που πέρασε την πρώτη του νύχτα δεμένος μέσα στο αυτοκίνητο, σε ένα χιονισμένο οροπέδιο.
Λίγες μέρες αργότερα, ξημερώνει μια ξεχωριστή Δευτέρα, καθώς οι απαγωγείς είναι έτοιμοι να παραλάβουν τα τρία εκατομμύρια γερμανικά μάρκα και στη συνέχεια να απελευθερώσουν τον όμηρό τους. Ο Νίκος, που έχει αναλάβει την επικοινωνία με την οικογένεια, απομακρύνεται από τον αδελφό του και τον Χαΐτογλου για να μιλήσει στο τηλέφωνο, ώστε να μη δημιουργηθεί επιπλέον άγχος στον επιχειρηματία.
Όταν ολοκληρώνει την κλήση, ανακοινώνει ότι συμφώνησε να παραλάβουν λύτρα ύψους 270 εκατομμυρίων δραχμών, ποσό χαμηλότερο από αυτό που είχε αρχικά συμφωνηθεί. Ο Βασίλης εξοργίζεται τόσο για το χαμηλότερο ποσό όσο και για το γεγονός ότι ο Νίκος πήρε μόνος του την απόφαση, αλλά σύντομα τα πνεύματα ηρεμούν.
Ο Κώστας Χαΐτογλου έφτασε το βράδυ, γύρω στις 9, στη Λαμία και ακολούθησε τη διαδρομή που του είχαν υποδείξει: πήρε το δρόμο προς την Άμφισσα, προσπέρασε ένα πρατήριο καυσίμων και έστριψε στον πρώτο χωματόδρομο δεξιά. Έπειτα από περίπου πενήντα μέτρα έφτασε σε μια μικρή γέφυρα, όπου άφησε τα λύτρα.
Αμέσως μετά, ο Νίκος και ο Βασίλης μάζεψαν τα χρήματα και ξεκίνησαν, ακολουθώντας προκαθορισμένη διαδρομή, με κατεύθυνση προς την Καρδίτσα.
«Μπήκαμε στην πόλη της Καρδίτσας και αφήσαμε τον Αλέκο στο ΚΤΕΛ της πόλης. Ήταν φανερά χαρούμενος, μας αποχαιρέτησε δια ασπασμού πετώντας το πλέον αμίμητο: “Παιδιά, αν δεν κόστιζε τόσο πολύ θα ήθελα μια ακόμη περιπέτεια”».
Ο Βασίλης του απάντησε άμεσα: «Μην ανησυχείς, κάνουμε σκόντο».
Βασίλης Παλαιοκώστας: Ο μεγάλος θησαυρός και η κρυψώνα του – Η απαγωγή του Γιώργου Μυλωνά
Το καλοκαίρι του 2008, ο Βασίλης Παλαιοκώστας σχεδίασε και εκτέλεσε την απαγωγή του προέδρου του Συνδέσμου Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος (ΣΒΒΕ), Γιώργου Μυλωνά, στη Θεσσαλονίκη. Οι απαγωγείς απαίτησαν ως λύτρα το ποσό των 12 εκατομμυρίων ευρώ. Παρά τη σύλληψή του και την καταδίκη του, ο Παλαιοκώστας κατάφερε λίγους μήνες αργότερα, τον Φεβρουάριο του 2009, να δραπετεύσει ξανά από τις φυλακές Κορυδαλλού με τη βοήθεια ελικοπτέρου.
Πώς εκτυλίχθηκε η απαγωγή
Ένα βράδυ, καθώς ο Γιώργος Μυλωνάς και η σύζυγός του επέστρεφαν στο νέο τους σπίτι μετά από μια εκδήλωση, ο Παλαιοκώστας μαζί με τους συνεργούς του έστησαν ενέδρα και έθεσαν σε εφαρμογή το σχέδιο απαγωγής.
«Τον τσάκωσα από το μπράτσο και σπρώχνοντάς τον στο πίσω κάθισμα του είπα με φωνή που δεν επιδέχεται παρερμηνείες.
–Έλα Μυλωνά…Πάμε μια βολτίτσα»
Παρά το αρχικό σοκ και την αμηχανία του, ο Γιώργος Μυλωνάς συμμορφώνεται τελικά με την κατάσταση, αναγκασμένος να οδηγήσει ο ίδιος το αυτοκίνητό του, καθώς ο Παλαιοκώστας δεν κατάφερνε να το ξεκινήσει. Λίγο αργότερα, εγκαταλείπουν το όχημα και ένα μέλος της ομάδας ενημερώνει τη σύζυγο του επιχειρηματία για το σημείο που μπορεί να τον βρει, μαζί με τα αιτήματα των απαγωγέων.
Καθώς βρίσκονται καθ’ οδόν, ο Μυλωνάς αρχίζει να ηρεμεί και ξεκινά να κάνει ερωτήσεις.
–Γιατί εμένα βρε παιδιά και όχι κάποιον άλλον;
-Σε είδαμε αλευρωμένο και σε περάσαμε για Μυλωνά, τον πείραξα.
-Όχι, αλήθεια ρωτάω για τα κίνητρα, μήπως μπορώ να βοηθήσω, επέμεινε
-Μην ανησυχείς, θα βοηθήσεις με τα λεφτά σου Γιώργο.
Ο Παλαιοκώστας μεταφέρει τον επιχειρηματία σε μια αποθήκη που έχει διαμορφωθεί σε κατοικία, όπου οι ημέρες περνούν ήρεμα, καθώς ο όμηρος δεν προκαλεί προβλήματα. Τα λύτρα πρόκειται να παραδοθούν από τη σύζυγο του Μυλωνά, Νέλλη, η οποία ακολουθεί ακριβείς οδηγίες που της έχουν αφήσει οι απαγωγείς σε μια πυροσβεστική φωλιά κοντά στο σπίτι τους.
Η πρώτη απόπειρα παράδοσης αποτυγχάνει λόγω ενός λάθους, ωστόσο τη δεύτερη φορά η διαδικασία ολοκληρώνεται επιτυχώς και τα λύτρα παραδίδονται στον Παλαιοκώστα, γνωστό και ως “Ρομπέν των φτωχών”. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχει ένα ζήτημα: το ποσό είναι τελικά δέκα εκατομμύρια οχτακόσιες χιλιάδες ευρώ αντί για τριάντα εκατομμύρια και συνοδεύεται από μια χειρόγραφη επιστολή της Νέλλης Μυλωνά, που εξηγεί τους λόγους. Ο Παλαιοκώστας σκέφτεται σοβαρά το επόμενο βήμα του, καθώς και ο ίδιος ο Μυλωνάς τον είχε προειδοποιήσει πως δεν πρέπει να περιμένει περισσότερα από δέκα εκατομμύρια, λόγω των οικονομικών επενδύσεων της εταιρείας.
Η κρίσιμη απόφαση έπρεπε πλέον να ληφθεί.
–Μυλωνά…Θα σου κάνω μια ερώτηση κι από την απάντηση που θα δώσεις θα κριθεί η ζωή σου. Θες να πεθάνεις ή να πας σπίτι σου;
Φωτίστηκε το πρόσωπό του…κατάλαβε.
–Να πάω σπίτι μου βρε παιδιά…
Λίγες ώρες αργότερα, στη περιοχή των Γιαννιτσών, ο Παλαιοκώστας έβγαλε το κάλυμμα των ματιών από τον επιχειρηματία, του έδωσε ένα κλειδί αυτοκινήτου και του είπε:
-«Ακολούθα τον χωματόδρομο χωρίς να κοιτάξεις πίσω σου. Στο τέρμα του δρόμου θα βρεις ένα αυτοκίνητο να πας σπίτι σου» και καταλήγει γράφοντας: «Εκεί χώρισαν οι δρόμοι μας».
Οι τέσσερις κινηματογραφικές αποδράσεις
Ο Βασίλης Παλαιοκώστας, μια φιγούρα που έχει ξεπεράσει τα όρια του κοινού εγκληματία για να γίνει σχεδόν μυθική, χρωστάει τη φήμη του όχι μόνο στις τολμηρές ληστείες και τις αδίστακτες απαγωγές, αλλά κυρίως στις τέσσερις κινηματογραφικές αποδράσεις που κοσμούν το «βιογραφικό» του. Η ικανότητά του να αλλάζει όψη, να κρύβεται σαν φάντασμα μπροστά στα μάτια των Αρχών και να συνεχίζει την παράνομη ζωή του, ενώ εκατοντάδες αστυνομικοί τον καταζητούν, έχει θρέψει τον θρύλο του. Παρά τις ειδικές ομάδες της Ασφάλειας που δημιουργήθηκαν αποκλειστικά για τον εντοπισμό του, τα ίχνη του παραμένουν άφαντα, αν και η προσπάθεια των Αρχών δεν έχει εγκαταλειφθεί.
Η πρώτη από τις θεαματικές αποδράσεις
Η πρώτη από τις θεαματικές αποδράσεις έλαβε χώρα στις 4 Ιουνίου 2006. Ένα ελικόπτερο, αρχικά ναυλωμένο για τουριστικές πτήσεις από την εταιρεία Airlift, απογειώθηκε με δύο επιβάτες. Σύντομα, ο ένας από αυτούς, ο Νίκος Παλαιοκώστας, απείλησε τον πιλότο με όπλο, έχοντας ως μοναδικό σκοπό την απελευθέρωση του αδελφού του.
Μέσα σε λίγα λεπτά, το ελικόπτερο βρισκόταν πάνω από τις φυλακές Κορυδαλλού. Οι φρουροί, αν και δεν είχαν λάβει καμία προειδοποίηση, υπέθεσαν αρχικά μια επιθεώρηση. Όταν το ελικόπτερο πλησίασε, ο πιλότος πρόλαβε να φωνάξει ότι οι επιβάτες ήταν οπλισμένοι. Η επιχείρηση είχε ήδη ξεκινήσει, και σύντομα ο Βασίλης Παλαιοκώστας και ο Αλκέτ Ριζάι έτρεχαν προς το ελικόπτερο, αφήνοντας τους φύλακες ανήμπορους θεατές της απόδρασής τους.
Μετά από αυτή την κινηματογραφική σκηνή, ο Αλκέτ Ριζάι και ο Νίκος Παλαιοκώστας συνελήφθησαν σχετικά γρήγορα. Ο Βασίλης, όμως, παρέμεινε ελεύθερος και συνέχισε τη δράση του. Στις 9 Ιουνίου 2008, απήγαγε τον Γιώργο Μυλωνά, έναν δισεκατομμυριούχο της βιομηχανίας αλουμινίου. Ο επιχειρηματίας κρατήθηκε σε ένα κρησφύγετο στη Σουρωτή για περίπου δύο εβδομάδες, και για την απελευθέρωσή του ζητήθηκαν πάνω από δέκα εκατομμύρια ευρώ.
Μετά την καταβολή των λύτρων, ο Μυλωνάς αφέθηκε ελεύθερος χωρίς να υποστεί καμία σωματική βλάβη. Όπως και στην περίπτωση Χαΐτογλου, ανέφερε ότι οι απαγωγείς του ήταν ευγενικοί και του φέρθηκαν καλά, με τον Παλαιοκώστα μάλιστα να του αγοράζει εφημερίδα. Λίγες ημέρες αργότερα, οι αρχές εντόπισαν τον Παλαιοκώστα στο σπίτι όπου κρατούνταν ο βιομήχανος και τον συνέλαβαν στις 2 Αυγούστου 2008. Η δικαιοσύνη φάνηκε να αποκαθίσταται, όμως προσωρινά.
Και νέα μεγάλη απόδραση
Η συνέχεια της μεγάλης απόδρασης δεν άργησε να έρθει. Κατά την προδικαστική του ακρόαση στην Αθήνα τον Ιανουάριο του 2009, πλήθος κόσμου συγκεντρώθηκε έξω από το δικαστήριο, φωνάζοντας συνθήματα υπέρ του Παλαιοκώστα. Αγρότες, φοιτητές και αναρχικοί ζητούσαν την ελευθερία του. Ο ίδιος δήλωσε στο δικαστήριο: «Έπαιξα και έχασα, η αστυνομία νίκησε». Εστάλη πίσω στις φυλακές Κορυδαλλού, παρέα με τον Αλκέτ Ριζάι, ενόψει της δίκης του. Πολλοί πίστεψαν στο τέλος της δράσης του, όμως ο Παλαιοκώστας είχε άλλα σχέδια.
Στις 22 Φεβρουαρίου 2009, μια μέρα πριν από την έναρξη της δίκης του, ο Βασίλης Παλαιοκώστας δραπέτευσε ξανά από τις φυλακές Κορυδαλλού. Στο πλευρό του ήταν και πάλι ο Αλκέτ Ριζάι, και το μέσο της απόδρασης ήταν και πάλι ένα ελικόπτερο. Αυτή τη φορά, μια γυναίκα, η σύντροφος του Ριζάι, Σούλα Μητροπία, είχε επιβιβαστεί σε ένα ενοικιαζόμενο ελικόπτερο της Interjet και, υπό την απειλή χειροβομβίδας, ανάγκασε τον πιλότο να κατευθυνθεί στη φυλακή.
Στις 15:50, το ελικόπτερο προσγειώθηκε στην οροφή της πτέρυγας, και η Μητροπία έριξε ένα σχοινί προς τους Ριζάι και Παλαιοκώστα. Το ελικόπτερο απογειώθηκε, και η απόδραση στέφθηκε με επιτυχία για άλλη μια φορά, αφήνοντας τους κρατούμενους να πανηγυρίζουν και τους φύλακες έκθετους.
Δείτε στο βίντεο την κινηματογραφική απόδραση με ελικόπτερο από τις Φυλακές Κορυδαλλού
Οι αλλαγές στην εμφάνισή του έγιναν αντιληπτές το 2011, όταν φέρεται να θεάθηκε αδυνατισμένος και με αλλοιωμένα χαρακτηριστικά σε καφετέρια του Αγίου Στεφάνου. Λίγο αργότερα, ένα αυτοκίνητο που πιθανόν οδηγούσε ενεπλάκη σε καταδίωξη με την αστυνομία στη Λιβαδειά, κατά την οποία τραυματίστηκε ένας αστυνομικός. Το όχημα βρέθηκε εγκαταλειμμένο, με αποτυπώματα του Παλαιοκώστα, και ένα κλεμμένο αυτοκίνητο που χρησιμοποίησαν για τη διαφυγή τους βρέθηκε αργότερα στην Αττική.
Βασίλης Παλαιοκώστας: Ο μεγάλος θησαυρός και η κρυψώνα του – Που βρίσκεται σήμερα;
Οι εικασίες για το που βρίσκεται σήμερα είναι πολλές. Ο «βασιλιάς των Ορέων» ή ο «Έλληνας φαντομάς» φημολογείται ότι έχει αποσυρθεί από την παρανομία και ζει μια ήρεμη οικογενειακή ζωή με τον γιο του, καρπό του έρωτά του με μια αλλοδαπή. Παρά τις προσπάθειες των Αρχών, τα ίχνη του έχουν χαθεί μετά την τελευταία του απόδραση.
Ωστόσο, η υπόθεση παραμένει ανοιχτή για την Ασφάλεια Αττικής, η οποία πιστεύει ότι ο Παλαιοκώστας διέφυγε από την Ελλάδα μετά από μια τελευταία του «συνάντηση» με την αστυνομία το 2009, αφήνοντας πίσω του έναν φάκελο-βόμβα που είχε σταλεί στον τότε υπουργό Δημόσιας Τάξης, με τραγικές συνέπειες.
Σήμερα, οι ερευνητές προσπαθούν να απαντήσουν σε ένα μόνο ερώτημα: Βουλγαρία ή Ολλανδία; Σε μία από αυτές τις χώρες πιστεύουν ότι ο «μετρ» των αποδράσεων ζει πλέον με την οικογένειά του. Η αλήθεια, όμως, παραμένει καλά κρυμμένη, όπως και ο ίδιος ο Βασίλης Παλαιοκώστας.
Χορηγούμενο