Πόνος, δάκρυα, μοναξιά και ένα μεγάλο «γιατί». Αυτά είναι τα συναισθήματα που τριβελίζουν νύχτα μέρα το μυαλό της καταβεβλημένης πλέον Νόρας Βαλσάμη και του μονάκριβου γιου της, Ερικ Ανδρέου, μετά τον θάνατο του στηρίγματός τους: του συζύγου και πατέρα Ερρίκου Ανδρέου.
Ο θάνατός του στις 24 Ιανουαρίου, έπειτα από πολύμηνη μάχη στην Εντατική νοσοκομείου της Αθήνας, και το δράμα που βίωνε η οικογένεια τα τελευταία χρόνια μετά την οικονομική δυσχέρεια στην οποία είχαν περιέλθει από έναν πλειστηριασμό δεν άφησαν κανέναν Ελληνα ασυγκίνητο. Κυρίως γιατί η οικογένεια της σπουδαίας ηθοποιού και του σκηνοθέτη συζύγου της κρατούσε πάντα χαμηλούς τόνους σε όλη τη διάρκεια της ζωής τους. Επρεπε να δημοσιοποιηθεί ένας πλειστηριασμός ενός ακινήτου της οικογένειας από τον ίδιο τον σκηνοθέτη, πριν από τρία χρόνια, για να αποκαλυφθεί ο γολγοθάς τον οποίο ανέβαιναν ο σπουδαίος σκηνοθέτης και η οικογένειά του.
Εχουν περάσει μόλις 22 μέρες από το τελευταίο «αντίο» σε έναν από τους τελευταίους σκηνοθέτες της χρυσής εποχής του ελληνικού κινηματογράφου, και ο γιος της Νόρας Βαλσάμη και του Ερρίκου Ανδρέου ανοίγει πρώτη φορά την καρδιά του στην «Espresso» και μιλάει για το δράμα που περνά μαζί με τη μητέρα του, τη σπουδαία ηθοποιό. Ο γιος της Νόρας και του Ερρίκου είναι εκείνος που απαντά στα τηλεφωνήματα. Η φωνή του, σπασμένη από πόνο, από οργή, από συναισθήματα που είναι γροθιά στο στομάχι για όσους βιώνουν και σήμερα τον τρόμο των πλειστηριασμών.
Στο σπίτι όπου μένουν πλέον οι δυο τους στη Σύρο τα πάντα θυμίζουν εκείνον. Ενα σκυλάκι είναι πλέον η μοναδική συντροφιά τους στη μοναξιά που βιώνουν. Πιο φιλικός από ποτέ, πολλές φορές και μέσα από λυγμούς, ο Ερικ, το μοναχοπαίδι της οικογένειας, ούτε στιγμή δεν δίστασε να μας απαντήσει σε όλα. «Ακόμα δεν μπορούμε να το συνειδητοποιήσουμε και να ξεπεράσουμε τον χαμό του. Συνέβαλαν πολλά πράγματα συνδυαστικά που μας οδήγησαν στην κατηφόρα. Λίγο τα οικονομικά, λίγο η απομόνωση εδώ στη Σύρο, όπου χάσαμε τις παρέες της οικογένειας, οι τράπεζες που μας οδήγησαν να μείνουμε μόνιμα εδώ στο νησί…Ετσι, χάσαμε κάθε επαφή και με την υπόλοιπη οικογένεια και με τους άλλους φίλους που είχαμε» είναι τα πρώτα λόγια του και η φωνή του σπάει από συγκίνηση. Τον ρωτάμε αν ο πλειστηριασμός του μοναδικού εκείνου ακινήτου που είχαν ήταν αγκάθι στην καρδιά του πατέρα του μέχρι που έκλεισε τα μάτια του. «Είναι ανεξήγητα όλα αυτά που μας έτυχαν. Οδηγηθήκαμε στην ανάγκη να “μαζευτούμε” κάπως ως οικογένεια, παρόλο που δεν κάναμε ποτέ έξαλλη ή επιπόλαιη ζωή. Τους γονείς μου όλοι τους αγαπούσαν. Οι γονείς μου είχαν παρέα την Αλίκη, τη Ζωή, συνεργάτες από το θέατρο, από τον κινηματογράφο. Δεν δώσαμε ποτέ κανένα δικαίωμα. Δυστυχώς όμως η αδικία πολλές φορές επικρατεί του καλού. Νομίζω, δεν μας άξιζε τέτοια μεταχείριση» λέει ο Ερικ Ανδρέου και χαμηλώνει την φωνή του προσπαθώντας να καταλάβει και ο ίδιος τι έφταιξε και η οικογένειά του έφτασε στην καταστροφή. «Ολοι οι καλλιτέχνες στάθηκαν στο πλευρό μας, τις δύσκολες στιγμές που περνούσαμε. Και κυρίως το σωματείο των ηθοποιών. Γιατί η μαμά μου και ο μπαμπάς μου ήταν πάντα κοντά τους, όταν και οι δύο μεσουρανούσαν. Και οι γονείς μου τους αγάπησαν όλους τους καλλιτέχνες, όπως και το αντίστροφο. Υπήρχε πάρα πολύ μεγάλη στήριξη από τους συναδέλφους, όμως η απομόνωσή μας εδώ στο νησί ίσως να έπαιξε ρόλο. Η οικογένειά μας δεν πήγαινε ποτέ για μεγάλα πράγματα. Οι γονείς μου δεν ανήκαν στην κατηγορία των πλουσίων που έβγαλαν “πειρατικά” χρήματα. Είχαν την ευχέρεια να συνεργαστούν με τον Φίνο και να οδηγηθούν στον σωστό δρόμο από την αρχή της καριέρας τους. Και το ψωμί που έβγαλαν ήταν νόμιμο μέχρι και την τελευταία δραχμή».
Ο Ερικ δεν κρύβει πως ο θάνατος του πατέρα του ήταν για εκείνον και τη μητέρα του απρόσμενος, παρόλο που ο σπουδαίος σκηνοθέτης νοσηλευόταν για μήνες στο νοσοκομείο. Δεν πίστευαν ή δεν ήθελαν να πιστέψουν ότι θα φύγει από τη ζωή χωρίς να προλάβουν να του πουν ένα «αντίο». Οι επόμενες μέρες, μετά το τελευταίο «αντίο», για μάνα και γιο είναι σαν ένα καράβι χωρίς καπετάνιο. «Βρισκόμαστε σε μια δύσκολη περίοδο αναπροσαρμογής. Δεν ξέρουμε πλέον ποιος είναι φίλος και ποιος δεν είναι. Η μητέρα μου είναι πολύ άρρωστη. Είναι χάλια, ψυχολογικά και σωματικά. Της έδωσα κάποια χάπια για να ηρεμήσει. Νιώθει πολύ μεγάλη ανασφάλεια. Δεν μπορεί να καταλάβει τι της συμβαίνει. Νιώθει σαν να την πυροβολούν και δεν γνωρίζει από πού. Για μένα είναι σαν να είναι εδώ ο πατέρας μου, μέσα στο σπίτι. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι έχει “φύγει”. Γιατί ξέρω τι άνθρωπος ήταν. Ηταν ένας άγγελος ο πατέρας μου. Και ξέρω ποιοι τον οδήγησαν για να φτάσει εκεί που έφτασε. Η πίεση που δεχόταν από όλες τις πλευρές. Και αυτή η πίεση μας οδήγησε στην καταστροφή και σε μια αιχμαλωσία μέχρι να πεθάνουμε ως οικογένεια και να ησυχάσουν όλοι. Είναι σαν να καθόμαστε σε μια γωνία και κάθε μέρα να μας σκοτώνουν όλο και περισσότερο. Καθόμαστε εδώ και μας εκτελούν όλο και περισσότερο. Περνάμε μεγάλη πληγή. Δεν ξέρουμε πού πατάμε και για πού βαδίζουμε. Εφυγε το στήριγμά μας» λέει και ξεσπάει σε κλάματα. Προσπαθούμε να τον ηρεμήσουμε, ενώ και η δική μας συγκινησιακή φόρτιση έχει φτάσει στο αποκορύφωμα. Προσπαθούμε να καταλάβουμε ποιοι οδήγησαν τον σπουδαίο σκηνοθέτη στον θάνατο, όπως λέει ο γιος του. «Δεν ξέρω ούτε κι εγώ ποιοι μας οδήγησαν σε αυτή την καταστροφή. Οδηγηθήκαμε σε αυτή την κατάσταση. Είναι σαν μια αόρατη πίεση που λέει: “Μη μιλάς, σκάσε, άκου”. Εμείς ως οικογένεια είμαστε καλοί άνθρωποι. Ο πατέρας μου βρέθηκε να είναι στην αιχμή του δόρατος ενός γεγονότος (σ.σ.: πλειστηριασμός), με αποτέλεσμα να ανασταλούν όλα τα δεδομένα μας ως οικογένεια. Επειτα από αυτό το γεγονός φαίνεται σα να μη μετράνε οι ταινίες του πατέρα μου, οι ταινίες όπου έχει παίξει η μητέρα μου και τα δεκάδες θεατρικά έργα. Σχεδόν έφτασα 50 ετών και η μητέρα μου 75. Δεν ξέρω τι άλλο θέλουν από εμάς! Θεωρώ ότι απλά ήθελαν να καταστρέψουν την οικογένειά μας. Και μάλλον το κατάφεραν».
Τον ρωτάμε για την απουσία της μητέρας του από την κηδεία του πατέρα του. «Κύριε Νικόλιζα, η μητέρα μου δεν μπορεί να πάει ούτε μέχρι την τουαλέτα. Εχει τρομερά κινητικά προβλήματα με τα κόκαλά της. Το μόνο που θέλω είναι να είμαι όσο το δυνατόν πιο πολύ δίπλα της. Και όσο μπορούμε να κρατηθούμε και οι δύο, θα κρατηθούμε» λέει και λυγίζει ακόμα μια φορά. Ο Ερικ δεν μπόρεσε να πει στον πατέρα του «αντίο» όσο ήταν εν ζωή, γιατί του το είχαν απαγορεύσει οι γιατροί. «Είχα μια ελπίδα ότι ο μπαμπάς θα κρατιόταν ακόμα λίγο στη ζωή για να τον αγκαλιάσω και να τον αποχαιρετήσω όπως ήθελα. Συνεχώς ήταν η μητέρα μου δίπλα του, αν και με τόσα προβλήματα που έχει. Μας έλεγαν ότι όλα θα πάνε καλά και ο μπαμπάς θα ζήσει, όμως στο τέλος “έφυγε”. Δυστυχώς, δεν πρόλαβα».
Μέσα στον πόνο που βιώνει με τον χαμό του πατέρα του αναγκαζόμαστε να τον ρωτήσουμε αν η επιβίωσή τους είναι εύκολη. «Ζούμε με τη σύνταξη της μαμάς. Δεν είναι ότι τα έξοδα είναι εξωφρενικά. Ομως είμαστε σε απόγνωση. Και εκατομμύρια να είχαμε αυτή τη στιγμή, δεν θα μας έκαναν απολύτως τίποτα. Ο πόνος μας είναι πολύ μεγάλος». Οπως αναφέρει αποκλειστικά στην «Espresso» ο Ερικ Ανδρέου, περιμένει από τις τράπεζες να τον ενημερώσουν για τα χρέη τα οποία έχει η οικογένεια, ενώ μέσα από την «Espresso» στέλνει το δικό του μήνυμα σε όλους τους συμπατριώτες μας που μέσω των πλειστηριασμών οδηγούνται στην καταστροφή. Η φωνή μέσα από λυγμούς απόγνωσης γίνεται δυνατή. «Τελικά, όποιος έχει λεφτά μπορεί να κάνει ό,τι θέλει στη ζωή. Αυτό είναι το συμπέρασμα. Είναι άδικη η κοινωνία μας. Από τους νόμους που έχουμε και τους οποίους ακόμα και σήμερα, εν έτει 2023, δεν τους έχουμε αλλάξει προς όφελος των φτωχών, καταλαβαίνεις πού ζούμε».
Λίγο πριν τον αποχαιρετήσουμε, του ζητάμε να μας πει αν θυμάται τα τελευταία λόγια του πατέρα του την τελευταία φορά που τον είδε: «Με αγκάλιασε και μου είπε: “Γιε μου, σε αγαπώ”».
Χορηγούμενο