Το κοκορέτσι, ένα παραδοσιακό ελληνικό έδεσμα, αποτελεί αγαπημένο μεζέ. Ιδιαίτερα δημοφιλές κατά τις εορταστικές περιόδους και κυρίως το Πάσχα. Πρόκειται για εντόσθια, συνήθως αρνιού, περασμένα σε σούβλα και ψημένα στα κάρβουνα.
Η ιστορία του κοκορετσιού ξεκινά από την αρχαία Ελλάδα, όπου αναφέρεται ως “πλεκτή” στα ομηρικά έπη. Η συνταγή του παρέμεινε σχεδόν αναλλοίωτη στο πέρασμα των αιώνων, με την ίδια τεχνική να χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα. Στη βυζαντινή εποχή, το κοκορέτσι ήταν γνωστό ως “χορδαί” ή “χορδία”.
Η προέλευση της ονομασίας του κοκορετσιού είναι αβέβαιη, με δύο επικρατούσες θεωρίες:
Η πρώτη θεωρία υποστηρίζει ότι προέρχεται από τη ρουμανική λέξη “κουκουρέτσου”, που σημαίνει αδράχτι, λόγω του σχήματός του.
Η δεύτερη θεωρία υποστηρίζει ότι προέρχεται από την αλβανική λέξη “kokorets”, που σημαίνει μείγμα.
Η παρασκευή του κοκορετσιού απαιτεί ιδιαίτερη τεχνική και χρόνο. Η συκωταριά και τα γλυκάδια περνιούνται εναλλάξ στη σούβλα και τυλίγονται με την μπόλια (έντερα). Το τύλιγμα πρέπει να γίνει μια μέρα πριν το ψήσιμο, ώστε να σταθεί το κοκορέτσι για αρκετές ώρες. Το ψήσιμο γίνεται σε κάρβουνα ή, εναλλακτικά, στον φούρνο.
Το κοκορέτσι δεν είναι μόνο ένα ελληνικό έδεσμα, αλλά είναι επίσης δημοφιλές σε άλλες βαλκανικές χώρες, την Τουρκία και το Αζερμπαϊτζάν.
Χορηγούμενο